-
1 ανασχιζω
рассекать, разрезать, вскрывать(τέν γαστέρα τοῦ λαγοῦ Her.; τὸ ᾠόν Arst.; δέρμα ὀνύχεσσι Theocr.; τρίβος ἀνασχιζόμενος Plut.)
-
2 ἀνασχίζω
A rip up,τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123
, cf. 124, 3.35;τὰς κυούσας Arist.EN 1148b20
;δερμα ὀνύχεσσι Theoc.25.277
, cf. IG4.952.32 (Epid.); plough up,νῶτον γᾶς Pi.P.4.228
(tm.):—[voice] Pass., τρίβος -όμενος track opened up, Plu.2.161f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασχίζω
-
3 αποδερω
ион. ἀποδείρω1) сдирать кожу, обдирать(βοῦν, κεφαλήν Her.; βοσκήματα Plut.)
πρόβατα ἀποδαρέντα καὴ φυσηθέντα Xen. — надутые воздухом овечьи шкуры:ἀ. τινὰ τέν ἀνθρωπηΐην (sc. δοράν) Her. — сдирать с кого-л. кожу2) сдирать, снимать(δέρμα λέοντος ὀνύχεσσι Theocr.)
3) трепать, очищать(τέν ἄμοργιν Arph.)
См. также в других словарях:
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek